σπονδυλόζωο

σπονδυλόζωο
το, Ν
ζωολ. συν. στον πληθ. τα σπονδυλόζωα
η σημαντικότερη υποσυνομοταξία τών χορδωτών, με κύριο γνώρισμα την ύπαρξη σπονδυλικής στήλης και ραχιαίου κεντρικού νευρικού συστήματος, υποσυνομοταξία η οποία περιλαμβάνει τους ιχθύς, τα αμφίβια, τα ερπετά, τα πτηνά και τα θηλαστικά, δηλαδή τα μοναδικά ζώα με γνήσιο ενδοσκελετό ικανό να στηρίζει το σώμα τους, ώστε να τούς προσφέρεται η δυνατότητα απόκτησης πολύ μεγαλύτερου μεγέθους από τα περισσότερα ασπόνδυλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπόνδυλος + ζώο, απόδοση στην ελλ. τού αγγλ. vertebrates. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στο περιοδικό Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… …   Dictionary of Greek

  • λεϊσμανία — (Leishmania). Γένος μαστιγοφόρων πρωτοζώων της οικογένειας των τρυπανοσωμιδών, της τάξης των κινητοπλαστιδίων. Πρόκειται για ενδοκυτταρικά παράσιτα των ιστών των σπονδυλοζώων που μεταβιβάζονται από αιμοφάγα έντομα των γενών Phlebotomus και… …   Dictionary of Greek

  • ομόδοντος — και ομοιόδοντος, η, ο ζωολ. (για σπονδυλόζωο) αυτός που έχει όλα του τα δόντια τής ίδιας μορφής και τού ίδιου μεγέθους …   Dictionary of Greek

  • σαπροζωονόσος — η, Ν βιολ. ζωονόσος τής οποίας ο παθογόνος παράγοντας δέχεται ταυτόχρονα ως ξενιστή ένα σπονδυλόζωο και έναν χώρο ανάπτυξης ή ένα απόθεμα μη ζωικό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. saprozoonose (< σαπρός + ζωονόσος)] …   Dictionary of Greek

  • σκουλήκι — το / σκουλήκιν, ΝΜ ζώο με μαλακό επίμηκες, ασπόνδυλο και συσταλτό σώμα, χωρίς σκελετό και άκρα, ο σκώληκας (α. «το σκουλήκι που φωλιάζει εις τον κορμόν τού δένδρου», Καρκβ. β. «σκουλήκια νὰ τὸ φάσιν», Πρόδρ.) νεοελλ. 1. ζωολ. α) γενική κοινή… …   Dictionary of Greek

  • υπάλληλος — η, ο / ὑπάλληλος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, Ν αυτός που υπόκειται, που υπάγεται σε άλλον νεοελλ. 1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η υπάλληλος πρόσωπο που παρέχει εξαρτημένη εργασία και αμοίβεται με μισθό («τραπεζικός υπάλληλος») 2. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • φιλαρία — (wuchereria). Κοινή ονομασία νηματοειδών σκωλήκων, που ανήκουν στην ομάδα των νηματωδών, οι οποίοι παρασιτούν σε διάφορα σπονδυλωτά, ανάμεσα στα οποία και ο άνθρωπος. Η φ. η μπανκρόφτεια είναι είδος της τάξης των φιλαριοειδών, διαδεδομένη σε όλες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”